ευστατικές κινήσεις

ευστατικές κινήσεις
Είναι οι μεταβολές του συνόλου της στάθμης των ωκεανών. Οι μεταβολές αυτές, που συμβαίνουν ταυτόχρονα σε ολόκληρη τη Γη, διαπιστώνονται από τον εντατικότερο σχηματισμό ή την ελάττωση των παγετώνων στις ηπείρους. Κατά τη διάρκεια, δηλαδή, των παγετωδών φάσεων μειώνεται η ποσότητα των υδάτων, που μεταφέρονται από την ξηρά και οι ωκεάνιες μάζες αρχίζουν να ελαττώνονται. Το αντίθετο φαινόμενο παρατηρείται κατά τη διάρκεια των μεσοπαγετωδών φάσεων, όταν δηλαδή οι παγετώνες λιώνουν. Υπάρχουν και άλλες αιτίες που μπορούν να προκαλέσουν το φαινόμενο αυτό, όπως η ιζηματογένεση στους κόλπους των θαλασσών ή οι μεταβολές της διαμόρφωσης των ωκεανών κλπ. Σε κάθε ε.κ. αντιστοιχεί μια ανάδυση της ξηράς (αρνητικές ε.κ.) ή μια επίκλιση των υδάτων στην ξηρά (θετικές ε.κ.). Έτσι, κατά μήκος των ακτών διαπιστώνονται αντίστοιχα αποσύρσεις και επικλίσεις της θάλασσας. Η θεωρία των ε.κ., που οφείλεται στον X. Μπάουλινγκ, εξηγεί πολλές από τις ισοπεδώσεις του αναγλύφου της Γης, με τις μεγάλες μεταβολές της στάθμης των ωκεανών, που έγιναν από το τέλος του νεογενούς έως σήμερα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • πεδιάδα — Όρος της γεωγραφίας που υποδηλώνει –στο μορφολογικό περιβάλλον των ξηρών που έχουν αναδυθεί– όλες εκείνες τις περιοχές η επιφάνεια των οποίων δεν παρουσιάζει καθορισμένο υψόμετρο ή δεν έχουν μεγάλη υψομετρική διαφορά από την επιφάνεια της… …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • αναβαθμίδωση ή αναβαθμίδες — Όρος που στη γεωμορφολογία σημαίνει διάταξη του εδάφους σε μία ή περισσότερες α. (διαδοχικά κλιμακωτά επίπεδα) που μοιάζουν με μεγάλα φυσικά σκαλοπάτια. Τα αίτια που προκαλούν την α. οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες, κυρίως με τη συνδρομή… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • παγετώδης φάση — Γενικό φαινόμενο που σε παλαιότερες γεωλογικές περιόδους ευνόησε την εξάπλωση των παγετώνων σε απέραντες εκτάσεις της επιφάνειας της Γης. Το φαινόμενο αυτό, που προκάλεσε την ευρεία διάδοση των παγωμένων μαζών, όχι μόνο στα ορεινά ανάγλυφα αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”